- πτήση
- Ενέργεια και ικανότητα παραμονής και μετακίνησης στον αέρα, τυπική σε όλα σχεδόν τα πτηνά και σε μεγάλο μέρος των εντόμων. Από τα θηλαστικά, ιδιαίτερα ικανά για π. είναι μόνο τα χειρόπτερα. Άλλα σπονδυλωτά, από τα ζώντα σήμερα, δεν είναι ικανά να πετούν με την ακριβή έννοια της λέξης, κατορθώνουν όμως να διανύουν στον αέρα μόνο μικρές αποστάσεις συντομότατης διάρκειας. Αντίθετα, στο απομακρυσμένο παρελθόν, από τα ερπετά ήταν ικανά για π. οι πτερόσαυροι –που εμφανίστηκαν κατά το ανώτερο τριαδικό και εξαφανίστηκαν κατά τα τέλη του κρητιδικού– οι οποίοι είχαν μεγάλες και ισχυρές μεμβρανώδεις φτερούγες. Μεταξύ των σημερινών σπονδυλωτών, ονομάζονται λανθασμένα ιπτάμενα μερικά ψάρια, διάφοροι σκίουροι, μερικά μαρσιποφόρα του γένους πέταυρος, ο γαλεοπίθηκος, ο ιπτάμενος δράκων, σαυροειδές της οικογένειας των αγαμιδών, και ο ρακοφόρος του Ράινβαρντ, άνουρο των Νήσων της Σούνδης, μήκους περίπου 8 εκ., που για να πετάξει από τα δένδρα στο έδαφος, χρησιμοποιεί μία ευρεία μεμβράνη μεταξύ των δακτύλων και μία αναδίπλωση του δέρματος, που υπάρχει κατά μήκος του πήχη και κοντά στα πόδια.
Στα πτηνά, η π. επιτυγχάνεται ουσιαστικά με 2 διαφορετικούς τρόπους· η π. με χτυπήματα, δηλαδή με εναλλασσόμενη κίνηση των φτερούγων, που εκτελείται από τους ισχυρούς σύνθετους θωρακικούς μυες, και η επίπεδη π. (βολ πλανέ) με απλωμένες τις φτερούγες και με χρησιμοποίηση της δράσης του σχετικού ανέμου και των ανοδικών ρευμάτων. Στον πρώτο τρόπο π. οι φτερούγες κινούνται με συχνότητα, γενικά, αντιστρόφως ανάλογη του πλάτους τους, κυμαινόμενη από λίγα χτυπήματα το δευτερόλεπτο, για παράδειγμα, σε μερικά μεγάλα ιερακόμορφα, γερανόμορφα και πελαργόμορφα, μέχρι 45-50 χτυπήματα στα κολίβρια. Χάρη στον τρόπο που χτυπούν τις φτερούγες τους και στην υψηλή τους συχνότητα, τα κολίβρια μπορούν να εκτελούν, όπως μερικά έντομα, και μια στάσιμη π.· αιωρούμενα δηλαδή τα έντομα χτυπούν τις φτερούγες με ρυθμό πολύ γρηγορότερο (π.χ. περίπου 400 το δευτερόλεπτο τα κουνούπια και πολύ περισσότερο τα άλλα δίπτερα, όπως οι συρφίδες και οι βομβυλίδες)· τις ταχύτατες αυτές κινήσεις τις εκτελούν είτε ανυψωτικοί είτε καταβιβαστικοί μυες, που βρίσκονται στη βάση κάθε φτερούγας, είτε ισχυρές μυϊκές δέσμες στο εσωτερικό του θώρακα, οι οποίες κάμπτονται και ανυψώνονται ή γίνονται επίπεδες και χαμηλώνουν τις νωτιαίες πλάκες με τις οποίες συνδέονται τα όργανα πτήσης.
«Χρυσός» αετός στην Ιρλανδία (φωτ. ΑΠΕ).
* * *η / πτῆσις, -ήσεως, ΝΜΑη μετακίνηση στον αέρα ορισμένων ζώων, τών πτηνών και τών εντόμων, που πραγματοποιείται με τις συντονισμένες κινήσεις τών πτερύγων τους (α. «γαμψωνύχων τε πτῆσιν οἰωνῶν», Αισχύλ.β. «διαφέρει γὰρ πτῆσις καὶ νεῡσις καὶ βάδισις καὶ ἕρψις», Αριστ.)νεοελλ.1. (αερον.) η διαδρομή που πραγματοποιεί ένα αεροσκάφος από την απογείωση μέχρι την προσγείωσή του ή το σύνολο τών ενεργειών που γίνονται από την εκκίνηση τού κινητήρα πριν από την απογείωση και μέχρι το σταμάτημα τού κινητήρα μετά την προσγείωση2. φρ. α) «πτήση όψεως» — η πτήση που πραγματοποιείται με άμεση παρατήρηση τού περιβάλλοντος από τον χειριστήβ) «τυφλή πτήση» ή «πτήση με όργανα» — πτήση κατά την οποία ο χειριστής συμβουλεύεται μόνο τα όργανα ελέγχου τού αεροσκάφους και όχι την άμεση παρατήρησηγ) «ανάστροφη πτήση» — πτήση αεροσκάφους, κατά την οποία αυτό πετά ανεστραμμένο, δηλαδή ο χειριστής βρίσκεται με το κεφάλι προς τα κάτωδ) «κατακόρυφη πτήση» — πτήση σε κατακόρυφη τροχιάε) «δοκιμαστική πτήση» — πτήση για έλεγχο τού αεροσκάφους μετά από επισκευέςστ) «ρυμουλκούμενη πτήση» — μορφή πτήσης συνήθης στα ανεμοπλάνα, κατά την οποία αυτά ρυμουλκούνται από μηχανοκίνητα αεροσκάφη, ωσότου αποδεσμευθούν και αρχίσουν να εκτελούν ανεξάρτητη πτήσημσν.-αρχ.οποιαδήποτε γρήγορη κίνηση ή ενέργεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτη- (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν τής δισύλλαβης ρίζας πετᾱ- τού πέτομαι*) + κατάλ. -σις (πρβλ. τμῆ-σις)].
Dictionary of Greek. 2013.